πρωταπριλιά

πρωταπριλιά
η, Ν
1. η πρώτη ημέρα τού Απριλίου
2. (λαογρ.) η παιγνιώδης συνήθεια να λένε οι άνθρωποι ψέματα την ημέρα αυτή που, κατά τη λαϊκή παράδοση, αποτελούσε σκόπιμο ξεγέλασμα τών βλαπτικών δυνάμεων που θα εμπόδιζαν την παραγωγή ή, γενικότερα, αποσκοπούσε στην παραπλάνηση τών κακών δυνάμεων που ελλοχεύουν, ενώ σήμερα κατέληξε να είναι ένας απλός αστεϊσμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + Απρίλης + κατάλ. -ιά (πρβλ. πρωτο-μαγιά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρωταπριλιά — η 1. η πρώτη μέρα του Απρίλη. 2. (λαογρ.), το γέλασμα, το ψέμα που συνηθίζεται να λέγεται τη μέρα αυτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρωταπριλιάτικος — η, ο, Ν [πρωταπριλιά] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρωταπριλιά ή αυτός που γίνεται κατά την πρωταπριλιά («πρωταπριλιάτικο ψέμα») 2. το ουδ. ως ουσ. το πρωταπριλιάτικο το ψέμα που λέγεται ως αναβίωση παλαιότερου εθίμου ή ως αστεϊσμός την… …   Dictionary of Greek

  • πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… …   Dictionary of Greek

  • Γκέι, Μάρβιν — (Marvin Pentz Gaye, Jnr., Ουάσινγκτον 1939 – Λος Άντζελες 1984). Αφροαμερικανός τραγουδιστής της σόουλ μουσικής. Γιος πάστορα, έκανε τα πρώτα του βήματα στην εκκλησιαστική μουσική (γκόσπελ), παίζοντας όργανο και τραγουδώντας στη χορωδία της… …   Dictionary of Greek

  • πρωταπριλιάτικος — η, ο αυτός που αναφέρεται στην πρωταπριλιά: Πρωταπριλιάτικο νέο (δηλ. ψέμα) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”